μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… … Dictionary of Greek
πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει … Dictionary of Greek
πρακτικισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αντίληψη για σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης η οποία απολυτοποιεί τη σημασία τής πρακτικής πλευράς τής ανθρώπινης δραστηριότητας και υποτιμά, αντίθετα, εκείνην τής θεωρητικής έρευνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρακτική + ισμός*. Η λ.… … Dictionary of Greek
σωβινισμός — Είναι η φανατικά εθνικιστική στάση εκείνων που υποτιμούν και καταπολεμούν ακόμα και με τη βία καθετί που δεν έχει εθνική προέλευση, ενώ εξυμνούν απεριόριστα και αποκλειστικά κάθε όψη της εθνικής ζωής. Πρόκειται για ακραία μορφή εθνικισμού, που… … Dictionary of Greek
υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… … Dictionary of Greek
υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… … Dictionary of Greek
Υδραποστάτες — Χριστιανική αίρεση της οποίας οι οπαδοί, στη Συρία και Μεσοποταμία, απέρριπταν τον γάμο, θεωρώντας τον γαμήλιο βίο ως «φθοράν και πορνείαν», δεν έτρωγαν σάρκες ζώων και δεν έπιναν κρασί, το οποίο δε μεταχειρίζονταν ούτε στη Θεία Eυχαριστία.… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη — η η ικανότητα της σκέψης, η ευφυΐα, η ιδιότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου: Υποτιμά τη νοημοσύνη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)