ὑποτιμᾷ

ὑποτιμᾷ
ὑποτῑμᾷ , ὑποτιμάομαι
pres subj mp 2nd sg
ὑποτῑμᾷ , ὑποτιμάομαι
pres ind mp 2nd sg (epic)
ὑποτῑμᾷ , ὑποτιμάομαι
pres subj act 3rd sg
ὑποτῑμᾷ , ὑποτιμάομαι
pres ind act 3rd sg (epic)
ὑποτιμάω
name the price of
pres subj mp 2nd sg
ὑποτιμάω
name the price of
pres ind mp 2nd sg (epic)
ὑποτιμάω
name the price of
pres subj act 3rd sg
ὑποτιμάω
name the price of
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

  • πρακτικισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αντίληψη για σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης η οποία απολυτοποιεί τη σημασία τής πρακτικής πλευράς τής ανθρώπινης δραστηριότητας και υποτιμά, αντίθετα, εκείνην τής θεωρητικής έρευνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρακτική + ισμός*. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σωβινισμός — Είναι η φανατικά εθνικιστική στάση εκείνων που υποτιμούν και καταπολεμούν ακόμα και με τη βία καθετί που δεν έχει εθνική προέλευση, ενώ εξυμνούν απεριόριστα και αποκλειστικά κάθε όψη της εθνικής ζωής. Πρόκειται για ακραία μορφή εθνικισμού, που… …   Dictionary of Greek

  • υποτίμηση — η / ὑποτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποτιμῶ] νεοελλ. 1. μείωση τής τιμής ενός αγαθού («υποτίμηση τών καπνών σε σχέση με πέρυσι») 2. μείωση τής συναλλακτικής αξίας τής εθνικής νομισματικής μονάδας σε όρους χρυσού, αργύρου ή ξένου νομίσματος, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… …   Dictionary of Greek

  • Υδραποστάτες — Χριστιανική αίρεση της οποίας οι οπαδοί, στη Συρία και Μεσοποταμία, απέρριπταν τον γάμο, θεωρώντας τον γαμήλιο βίο ως «φθοράν και πορνείαν», δεν έτρωγαν σάρκες ζώων και δεν έπιναν κρασί, το οποίο δε μεταχειρίζονταν ούτε στη Θεία Eυχαριστία.… …   Dictionary of Greek

  • νοημοσύνη — η η ικανότητα της σκέψης, η ευφυΐα, η ιδιότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου: Υποτιμά τη νοημοσύνη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”